επιπλώνω

επιπλώνω
επιπλώνω, επίπλωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιπλώνω — (I) εφοδιάζω με έπιπλα, βάζω σε δωμάτιο ή σε σπίτι τα απαραίτητα έπιπλα («επιπλωμένο σπίτι, δωμάτιο, γραφείο» κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο( ν). Η λ. επιπλώ, όω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις]. (II) ἐπιπλώνω (Μ) εκτείνω, απλώνω… …   Dictionary of Greek

  • επιπλώνω — επίπλωσα, επιπλώθηκα, επιπλωμένος, μτβ., εφοδιάζω κατοικία ή γραφείο με τα αναγκαία έπιπλα: Δωμάτιο επιπλωμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μομπιλάρω — [μόμπιλο] επιπλώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”